Η δημοκρατία διέπεται από κανόνες που θέτουν όρια και περιορισμούς στη λειτουργία της τόσο στο επίπεδο του κράτους και της διακυβέρνησης, όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και της ατομικής δραστηριότηταςΑυτοί οι κανόνες είναι εξ ορισμού απαραίτητοι για τη λειτουργία του πολιτεύματος, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι υπό συνεχή πραγμάτευση και διαμόρφωση.

Όρια και περιορισμοί

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι καμία έννοια δεν μπορεί να υπάρξει στον απόλυτο βαθμό: απόλυτη ελευθερία, απόλυτη ισότητα, απόλυτη δικαιοσύνη. Όλες οι έννοιες περιορίζονται αναγκαστικά από τα όρια που συναντούν κατά την εφαρμογή τους και από μια απαραίτητη δόση σχετικισμού, ενώ έτσι διασφαλίζεται η δυνατότητα της πραγματοποίησής τους.

«Είμαστε όλοι, ώς έναν βαθμό, συνυπεύθυνοι για την κυβέρνηση, αν και δεν συγκυβερνούμε. Αλλά η συνυπευθυνότητά μας απαιτεί ελευθερία· πολλές ελευθερίες: ελευθερία του λόγου, ελευθερία πρόσβασης στην πληροφόρηση, ελευθερία παροχής στην πληροφόρηση, ελευθερία των ιδεών και πολλές άλλες. Μια “υπερβολή” του κράτους οδηγεί σε ανελευθερία. Αλλά υπάρχει επίσης και μια “υπερβολή” της ελευθερίας. Υπάρχει, δυστυχώς, μια κατάχρηση της ελευθερίας, ανάλογη με την κατάχρηση της κρατικής εξουσίας. Η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία των ιδεών μπορεί να γίνουν αντικείμενο κατάχρησης. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν, για παράδειγμα, ως μέσα παραπληροφόρησης και υποκίνησης. Και με ακριβώς ανάλογο τρόπο, μπορεί κάθε περιορισμός της ελευθερίας, μέσω της κρατικής εξουσίας, να γίνει αντικείμενο κατάχρησης.
Χρειαζόμαστε την ελευθερία για να εμποδίσουμε την κατάχρηση της κρατικής εξουσίας και χρειαζόμαστε το κράτος για να εμποδίσουμε την κατάχρηση της ελευθερίας. Αυτό είναι ένα πρόβλημα το οποίο προφανώς δεν μπορεί ποτέ να λυθεί πλήρως, ούτε βάσει αρχών ούτε μέσω νόμων. Χρειάζεται ένα Συνταγματικό Δίκαιο και, περισσότερο από καθετί άλλο, καλή θέληση.
Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι το πρόβλημα δεν λύνεται ποτέ εντελώς. Μόνο σε μια δικτατορία μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα εντελώς, με τη βασική παντοδυναμία του κράτους, την οποία για ηθικούς λόγους πρέπει να απορρίψουμε. Πρέπει να αρκούμαστε σε επιμέρους λύσεις και συμβιβασμούς και όχι να αποπροσανατολιζόμαστε από τη ροπή μας στην ελευθερία, παραβλέποντας το πρόβλημα της κατάχρησής της».

Καρλ Πόππερ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων, μτφρ. Η. Κρίππας, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2011, σσ. 96-97.

Στο επίπεδο του κράτους

Ανάλογα με τον σχεδιασμό της πολιτείας και τον βαθμό που παρεμβαίνει το κράτος στην κοινωνική και οικονομική ζωή, καταλήγουμε σε διαφορετικά μοντέλα δημοκρατίας, που μπορεί να είναι από αρκετά έως και καθόλου πατερναλιστικά.

Ένα καλό παράδειγμα εδώ είναι αυτό του εθισμού στα ναρκωτικά (το ίδιο μπορεί να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα το κάπνισμα ή η χρήση ζώνης κατά την οδήγηση). Πολλοί, μάλιστα, χρησιμοποιούν αυτό το παράδειγμα για να μιλήσουν για την ελευθερία, αλλά και για να συνδέσουν την έννοια της ελευθερίας με τον τύπο δημοκρατικής διακυβέρνησης που επιθυμούν. Το παράδειγμα έχει ως εξής: Αν κάποιος επιλέξει να κάνει χρήση ναρκωτικών και να εθιστεί, η αλήθεια είναι πως είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, και έτσι αποδεικνύει πως δεν εξαρτάται ούτε περιορίζεται από τις διδαχές ή και τις νουθεσίες της κοινωνίας που προσπαθεί να αποτρέψει τον κόσμο από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Πόσο ελεύθερη είναι όμως αυτή η επιλογή του από τη στιγμή που έχει εθιστεί, που έχει εξαρτηθεί τόσο πολύ από τη χρήση και την κατανάλωση αυτής της ουσίας, ώστε δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτή; Και, επιπλέον, ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της πολιτείας σε αυτή την περίπτωση; Πρέπει, άραγε, να επέμβει στην επιλογή του και να του απαγορεύσει να πράξει όπως επιθυμεί, επειδή έτσι βλάπτει τον εαυτό του; Ή πρέπει να τον αφήσει ελεύθερο να πράξει όπως θέλει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την αυτοκαταστροφή του ή ακόμα και τη δυστυχία των γύρω του; Για τη σύνδεση με την έννοια της αρνητικής και της θετικής ελευθερίας βλ. εδώ.

Στο επίπεδο της διακυβέρνησης

Στις σύγχρονες δημοκρατίες τα όρια, οι κανόνες και οι περιορισμοί που τίθενται στη διακυβέρνηση της πολιτείας προέρχονται τόσο από εξωτερικές όσο και από εσωτερικές συνθήκες. Οι εξωτερικοί περιορισμοί έχουν να κάνουν με τη συμμετοχή των εθνών κρατών σε ευρύτερους σχηματισμούς (π.χ. ΕΕ, ΝΑΤΟ), με τη διασφάλιση της πολιτικής άμυνας και της ασφάλειας της χώρας ή με τη λειτουργία της οικονομίας και των αγορών. Οι εσωτερικοί περιορισμοί στη δημοκρατική διακυβέρνηση μπορεί να τίθενται από τη δικαιοσύνη, από τους νόμους ή από ελεγκτικούς μηχανισμούς του ίδιου του κράτους και σκοπό έχουν κατά κύριο λόγο τη διασφάλιση της ίδιας της δημοκρατίας και την αποφυγή της διαπλοκής και των αδιαφανών διαδικασιών.

«Η Ελλάδα, με γνώμονα πάντοτε την προώθηση του εθνικού συμφέροντος και την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής, της πολιτικής άμυνας και ασφάλειάς της, και κατά το μέτρο, βεβαίως, των επιχειρησιακών και οικονομικών της δυνατοτήτων, είναι αποφασισμένη να εξακολουθήσει να συμβάλλει με ενεργό τρόπο στην υλοποίηση των Συμμαχικών δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών για την έγκαιρη και αξιόπιστη αντιμετώπιση των παραδοσιακών και των μη συμβατικών προκλήσεων ασφαλείας.
Η Ελλάδα, προσηλωμένη στη διεθνή πολυμέρεια, την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, το σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, και στα ανθρώπινα δικαιώματα, θα εξακολουθήσει να προωθεί με σταθερότητα εντός του ΝΑΤΟ, πάγιες ελληνικές θέσεις, όπως, μεταξύ άλλων, η αναγνώριση του προβαδίσματος των Ηνωμένων Εθνών ως του κατ’ εξοχήν αρμόδιου νομιμοποιητικού Οργανισμού για τα διεθνή θέματα ασφαλείας, καθώς και η διαμόρφωση μιας ποιοτικά βελτιωμένης σχέσης με έναν εκ των σημαντικότερων στρατηγικών εταίρων του ΝΑΤΟ, τη Ρωσία, επί τη βάσει ενός κοινού οράματος, αμοιβαίων στόχων, καθώς και του σεβασμού των αρχών της διαφάνειας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης».

Από την κρατική ιστοσελίδα της μόνιμης αντιπροσωπείας στο ΝΑΤΟ, http://goo.gl/4livxL

«Ο στόχος όμως της ελληνικής κυβέρνησης και ειδικότερα του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή ήταν η επιδίωξη της ενσωμάτωσης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως πλήρες μέλος. Πράγματι, η αίτηση για πλήρη ένταξη υποβλήθηκε στις 12 Ιουνίου 1975, με επιστολή που ο K. Καραμανλής απηύθηνε στον τότε πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Υπουργό Εξωτερικών της Ιρλανδίας G. Fitzgerald.
Οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα επέλεξε την πλήρη ένταξη στην Κοινότητα μπορούν να συνοψισθούν στους εξής:
Θεώρησε την Κοινότητα ως το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να σταθεροποιήσει το δημοκρατικό πολιτικό της σύστημα και θεσμούς. Επεδίωκε την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της θέσης της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα καθώς και της “διαπραγματευτικής της δύναμης”, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία η οποία εμφανιζόταν ως η μείζων απειλή για την Ελλάδα μετά την εισβολή και κατάληψη μέρους της Κύπρου (Ιούλιος 1974). Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα επεδίωκε επίσης τη χαλάρωση της έντονης εξάρτησης που είχε αναπτύξει μεταπολεμικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ). Θεώρησε την ένταξη στην Κοινότητα ως ισχυρό παράγοντα που θα συνέβαλε στην ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Επιθυμούσε ως ευρωπαϊκή χώρα, να είναι “παρούσα” και να επηρεάσει τις διεργασίες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και το πρότυπο της Ευρώπης, στο οποίο η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει».

Από την κρατική ιστοσελίδα της μόνιμης αντιπροσωπείας στην ΕΕ, http://goo.gl/fZyGsE

Η κοινωνία των πολιτών

Η κοινωνία των πολιτών προσεγγίζεται πολλές φορές ως εκείνος ο χώρος στον οποίο ισορροπούνται αντιθετικές δυνάμεις μεταξύ κράτους και πολιτών, θεσμών και κοινωνικού πράττειν, μεταξύ κρατικής και οικονομικής λειτουργίας, πάντα με πρωταγωνιστή και επίκεντρο τον ενεργό πολίτη. Αυτή η διαμεσολάβηση όμως έχει και αυτή, αναγκαστικά, τα όριά της.

«Η πρώτη διάσταση έχει να κάνει με τον τρόπο παραγωγής και διανομής της δύναμης “ενδοθεσμικά”: δηλαδή, στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου θεσμικού χώρου. Στον πολιτικό θεσμικό χώρο τα ισχυρά “ενδιάμεσα στρώματα”, προστατεύοντας τον πολίτη από τον κρατικό δεσποτισμό, μειώνουν σημαντικά τη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας, δηλαδή αποφεύγουν τον μονοπωλιακό έλεγχο των “μέσων διοίκησης και καταστολής” από μια μικρή πολιτική ελίτ. Αλλά για να έχουμε μια ισχυρή Κοινωνία Πολιτών θα πρέπει παρόμοιοι μηχανισμοί αποκέντρωσης δύναμης να λειτουργούν και στους υπόλοιπους θεσμικούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και τα οικονομικά δικαιώματα να διαχέονται προς τα κάτω με την αποφυγή π.χ. μονοπωλιακών καταστάσεων, με τη συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις μιας επιχείρησης, με την ενίσχυση του συνδικαλισμού, με την ανάπτυξη οργανώσεων προστασίας καταναλωτών κλπ. Και το ίδιο ισχύει για τον κοινωνικό και πολιτισμικό θεσμικό χώρο. Η διάχυση κοινωνικών δικαιωμάτων σημαίνει π.χ. ότι τα κοινωνικά περιθωριοποιημένα άτομα δεν θα έχουν μόνο αρνητικά αλλά και “θετικά” δικαιώματα (δικαίωμα στην εργασία, στην περίθαλψη, στην ποιοτική παιδεία κλπ.). Τέλος, στον πολιτισμικό χώρο διάχυση των δικαιωμάτων προς τα κάτω σημαίνει προστασία διάφορων εθνικών, θρησκευτικών ή και άλλων μειονοτήτων από την πιθανή προσπάθεια της πλειοψηφίας να επιβάλει τις δικές της πολιτισμικές αξίες σε όλους.
Συμπερασματικά, σε μια ισχυρή Κοινωνία Πολιτών πρέπει να αποφεύγεται όχι μόνο η υπερσυγκέντρωση πολιτικής αλλά και οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής δύναμης. Αυτό σημαίνει τη διάχυση όχι μόνο πολιτικών αλλά και οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τα κάτω».

Νίκος Μουζέλης, «Τι είναι η κοινωνία των πολιτών», Εφημερίδα Το Βήμα, 14/12/1997, http://goo.gl/ECxTwm

Ατομική δραστηριότητα

«Επιβάλλεται να επιμείνουμε εδώ στη διάκριση ανάμεσα στο “τυπικό” και στο “πραγματικό”. Η ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου δεν είναι απλή υπόθεση νομικών διατάξεων που εγγυώνται σ’ όλους την ίδια ελευθερία λόγου, κ.λπ. Αυτές οι ρήτρες είναι πάντα μόνον μια συνθήκη της ύπαρξης ενός δημόσιου χώρου. Το ουσιώδες είναι αλλού: Τι θα κάνει ο πληθυσμός μ’ αυτά τα δικαιώματα; Τα καθοριστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, απ’ αυτή την άποψη, είναι το θάρρος, η υπευθυνότητα και η αιδώς […]. Όταν λείπει αυτό το πράγμα, ο “δημόσιος χώρος” γίνεται απλώς χώρος για την προπαγάνδα, τον φενακισμό και την πορνογραφία – σύμφωνα με το παράδειγμα όσων συμβαίνουν ολοένα και περισσότερο σήμερα. Δεν υπάρχουν νομικές διατάξεις που μπορούν να εναντιωθούν σε μια τέτοια εξέλιξη – ή τότε γεννούν χειρότερα κακά από εκείνα που ισχυρίζονται ότι θεραπεύουν. Μόνον η εκπαίδευση (παιδεία) των πολιτών ως τέτοιων μπορεί να δώσει αληθινό και αυθεντικό περιεχόμενο στον “δημόσιο χώρο”. Αλλά αυτή η παιδεία δεν είναι, κατά κύριο λόγο, ένα ζήτημα βιβλίων και πιστώσεων για τα σχολεία. Είναι, κατ’ αρχήν και προπαντός, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η πόλις, είναι επίσης εσείς, και ότι η μοίρα της εξαρτάται επίσης από τη σκέψη σας, από τη συμπεριφορά σας και από τις αποφάσεις σας· μ’ άλλα λόγια, είναι συμμετοχή στην πολιτική ζωή».

Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1993, σσ. 49-50.